μπατζάκι, το, ουσ. [<τουρκ. bacak]. 1. το ένα από τα δυο σκέλη του παντελονιού. 2. το ωραίο, το καλλίγραμμο πόδι, ιδίως το γυναικείο και, κατ’ επέκταση, η ωραία, η καλλίγραμμη γυναίκα: «χτύπησα μια γκόμενα που είναι και γαμώ το μπατζάκι»·
- η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του, βλ. λ. δουλειά·
- πήραν τα μπατζάκια μου φωτιά ή πήραν φωτιά τα μπατζάκια μου, μου δημιουργήθηκε σοβαρό πρόβλημα: «μου κάνει έλεγχο η εφορία και πήραν τα μπατζάκια μου φωτιά»·
- τα λεφτά τρέχουν απ’ τα μπατζάκια του ή τρέχουν τα λεφτά απ’ τα μπατζάκια του, βλ. λ. λεφτά·
- τρέχει απ’ τα μπατζάκια του, α. έκφραση με την οποία επιτείνουμε την αρετή ή το προτέρημα κάποιου: «όχι μόνο είναι καλός αυτός ο άνθρωπος, αλλά η καλοσύνη τρέχει απ’ τα μπατζάκια του». β. λέγεται και ειρωνικά για κάποια αρετή ή προτέρημα που αποδίδεται σε κάποιον χωρίς να τα έχει: «ποιος είναι καλός, αυτός; Τι να σου πω, η καλοσύνη τρέχει απ’ τα μπατζάκια του»·
- τρομάρα στα μπατζάκια σου! βλ. λ. τρομάρα·
- φουρτούνα στα μπατζάκια σου! βλ. λ. φουρτούνα·
- φωτιά στα μπατζάκια σου! βλ. λ. φωτιά.